Παμπούλα

Revision as of 09:07, 7 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Παμπούλα (η) |etymologia= |simasiologia= το αιμάτωμα, καρούμπαλο, εξόγκωμα, οίδημα στο δέρμ...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Παμπούλα (η)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

το αιμάτωμα, καρούμπαλο, εξόγκωμα, οίδημα στο δέρμα

Παραδείγματα

«Έσιρεν μου μια πέτρα πα' στην κκελλέ μου τζ̌ι έφκαλα παμπούλαν», φρ.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις