Σύνκαλα

Revision as of 10:41, 14 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σύνκαλα (τα) |etymologia= |simasiologia= Το να είναι κάποιος καλά, να έχει θεραπευτεί μετά α...')
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)


Κατηγορία:Λέξεις

Σύνκαλα (τα)



Ετυμολογία

Σημασιολογία

Το να είναι κάποιος καλά, να έχει θεραπευτεί μετά από ασθένεια

Παραδείγματα

«Ήμουν άρρωστος αλλά τωρά ήρτα στα σύνκαλα μου»

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις