Βίζιτα

Revision as of 09:02, 16 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs)


Κατηγορία:Λέξεις

Βίζιτα, (η)



Ετυμολογία

Από το Ιταλικό «visitare». .

Σημασιολογία

επίσκεψη ιατρού

Παραδείγματα

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

«Βιζιτάρω» = επισκέπτομαι ασθενή

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις