Σπάσμα

Revision as of 08:26, 17 May 2018 by Eleni Krekou (talk | contribs)


Κατηγορία:Λέξεις

Σπάσμα (το)



Ετυμολογία

από το «σπασμός» δηλ. μυϊκές συσπάσεις λόγω αποπληξίας, ή εγκεφαλικού τραύματος

Σημασιολογία

ο κόλπος (αποπληξία, εγκεφαλικό επεισόδιο)

Παραδείγματα

«Βκάλε σπάσμαν», φρ. = σιώπα, δηλ. να μην μπορείς να μιλήσεις λόγω κόλπου.

Μέρος του Λόγου

Συγγενικές Λέξεις

Συνώνυμα

Πηγές

  • http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
  • "Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
  • "Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).

Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις