Σαλαμίνα

Από Digital Cyprus
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Σαλαμίνα
Salamina.jpg
Αρχαιολογικός χώρος

Η Σαλαμίνα υπήρξε για μεγάλο χρονικό διάστημα μια από τις σημαντικότερες πόλεις της αρχαίας Κύπρου. Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε λίγο μετά τον Τρωικό πόλεμο από τον Τεύκρο, γιό του Τελαμώνα, βασιλιά του νησιού της Σαλαμίνας και αδελφού του Αίαντα, ο οποίος κατέφθασε στην Κύπρο μαζί με άλλους Έλληνες με το τέλος του Τρωικού πολέμου. Στην ‘Ελένη’ του Ευριπίδη ο Τεύκρος εξηγεί ότι τον διέταξε ο Απόλλωνας να μην επιστρέψει στα πάτριά του εδάφη αλλά να πάει στο νησί της Κύπρου αφού δεν είχε καταφέρει να προλάβει την αυτοκτονία του Αίαντα, ούτε κατάφερε να εκδικηθεί το θάνατό του.

Η Σαλαμίνα είχε μεγάλο πληθυσμό ο οποίος περιλάμβανε Έλληνες, Ρωμαίους και Ανατολίτες αν και το Ελληνικό στοιχείο φαίνεται να ήταν ιδιαίτερα έντονο από την αρχή της ίδρυσής της και λειτουργούσε ως το προπύργιο του Ελληνισμού στην Ανατολή και ως το σημείο επαφής του Ελληνικού κόσμου με τον κόσμο της Εγγύς Ανατολής. Από το λιμάνι της Σαλαμίνας, το οποίο υπήρξε ένα από τα κύρια εμπορικά κέντρα της ανατολής, γινόταν η εξαγωγή των βασικών προϊόντων του νησιού.

Με τις διαδοχικές κατακτήσεις της Κύπρου από τις διάφορες δυνάμεις της Εγγύς Ανατολής (Ασσύριους, Αιγύπτιους και Πέρσες), η Σαλαμίνα είχε την ίδια μοίρα που είχε και το υπόλοιπο νησί. Κατά τον 8ο και 7ο αι. π.Χ. λειτουργούσε ως ένα πλούσιο εμπορικό κέντρο με έντονη δραστηριότητα στην ανατολική Μεσόγειο. Τα πλούσια κτερίσματα των ‘Βασιλικών τάφων’ της νεκρόπολης της Σαλαμίνας φανερώνουν τα ψηλά πολιτιστικά επίπεδα της πόλης και την οικονομική της ευμάρεια. Οι Αραβικές επιδρομές του 7ου αι. μ.Χ. έδωσαν τέλος στη ζωή της αρχαίας αυτής πόλης, η οποία κατά τα πρώτα Χριστιανικά χρόνια μετονομάστηκε σε Κωνσταντία. Ο αρχαιολογικός χώρος της Σαλαμίνας καλύπτει έκταση 6χλμ² και βρίσκεται σε απόσταση 8χλμ από τα βόρεια προάστια της σύγχρονης πόλης της Αμμοχώστου.


Αρχαιολογικός Χώρος και Ανασκαφές

Στον αρχαιολογικό χώρο έχουν σημειωθεί εκτενείς συλήσεις και παράνομες ανασκαφές. Το Ρωμαϊκό Γυμνάσιο είναι καλυμμένο με άγρια βλάστηση και λειτουργεί ως βοσκότοπος. Το 1983 το Τμήμα Αρχαιοτήτων έλαβε πληροφορίες ότι επιχειρήθηκε η αφαίρεση ενός κεφαλιού από το μοναδικό ψηφιδωτό του 2ου-3ου αι. μ.Χ. που βρίσκεται στα Ρωμαϊκά λουτρά μέσα στο Γυμνάσιο της Σαλαμίνας. Η Τουρκοκυπριακή εφημερίδα Olay (3.5.82, Il Giornale dell’ Arte αρ. 48, Σεπτέμβρης 1987) δημοσίευσε την πληροφορία ότι διενεργήθηκαν παράνομες ανασκαφές στη Νεκρόπολη της Σαλαμίνας. Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι συλήθηκαν οι αποθήκες και η βάση της Γαλλικής αποστολής του Πανεπιστημίου της Lyon η οποία διενεργούσε ανασκαφές μέχρι το 1974. Η περιοχή που περιβάλλει τους αρχαιολογικούς χώρους της Σαλαμίνας και της Έγκωμης έχει διαιρεθεί σε οικόπεδα προς ανάπτυξη με αποτέλεσμα να προκληθούν μεγάλες ζημιές στα Ελληνιστικά και στα Ρωμαϊκά μνημεία (Kibris 21.9.1993 και Yeni Duzen 13.9.1993). Η περίφραξη που είχε τοποθετηθεί γύρω από τον αρχαιολογικό χώρο για να εμποδίσει τις παράνομες ανασκαφές και τις συλήσεις, έχει αφαιρεθεί.

Στις 10 Ιουλίου 1998 η Τουρκοκυπριακή εφημερίδα Kibris ανάφερε ότι κλάπηκαν δύο αγάλματα από τον αρχαιολογικό χώρο της Σαλαμίνας. Τα δύο αγάλματα (ύψους 150 εκ.) είναι αυτά της ]]Περσεφόνη|Περσεφόνης]] και της Κλωθώς που κοσμούσαν την ανατολική προσθήκη στο Γυμνάσιο. Τελικά ανακαλύφθηκαν κρυμμένα κοντά στον αρχαιολογικό χώρο χωρίς να έχουν καταστραφεί. Ο Τουρκοκυπριακός τύπος (Kibris 1.8.98) αναφέρει ότι ο αρχαιολογικός χώρος της Σαλαμίνας απειλείται από τις ρίζες της άγριας βλάστησης και από σκουπίδια, στοιχεία τα οποία καθιστούν το χώρο μη επισκέψιμο.

Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, από το Σεπτέμβρη του 1999 διενεργούνται παράνομες ανασκαφές στο χώρο του αρχαίου θεάτρου της Σαλαμίνας. Οι παράνομες ανασκαφές διευθύνονται από Τούρκους και Γερμανούς αρχαιολόγους με απόλυτη μυστικότητα και κάτω από αυστηρά μέτρα ασφαλείας (21.9.99). Σύμφωνα με δημοσίευμα στην Τ/K εφημερίδα Kibris (7.7.2000), το ‘Research Centre for the Archaeological and Cultural Heritage’ του ‘Πανεπιστημίου της Ανατολικής Μεσογείου’ της ψευδό-κυβέρνησης, ξεκίνησε στη Σαλαμίνα ανασκαφές στις 15 Ιουνίου 2000 οι οποίες διήρκησαν μέχρι την 31η Αυγούστου 2000, υπό τη διεύθυνση του ‘πρόεδρου’ του προαναφερθέντος ‘κέντρου’, Joskün Ozgünel. Άρθρο της εφημερίδας Ye

Θέατρο της Σαλαμίνας

Κατά τα έτη 1972 και 1973 ομάδα Κυπρίων αρχαιολόγων ξεκίνησαν την ανασκαφή ενός αμφιθεάτρου το οποίο βρίσκεται μεταξύ του Θεάτρου και του Γυμνασίου. Η ανασκαφή αυτή διακόπηκε απότομα το καλοκαίρι του 1974 με την Τούρκικη εισβολή του νησιού και την κατάληψη της Σαλαμίνας από τις Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις.

Επί δέκα έτη (1964 – 1974), Γάλλοι αρχαιολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Λυών, εργάστηκαν σε συνεργασία με το Τμήμα Αρχαιοτήτων για να αποκαλύψουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στη Σαλαμίνα. Εκτός από τα προαναφερθέντα αρχαιολογικά στοιχεία επίσης ανασκάφηκαν και τα εξής: ένα Αρχαϊκό ιερό, τα Ελληνο – Ρωμαϊκά κατάλοιπα ναού του Διός, το ελαιοτριβείο (πρωτοχριστιανικής περιόδου) και μια πρωτοχριστιανική βασιλική.

Στις ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις της δεκαετίας του 1960 η Σαλαμίνα χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πιο σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Μεσογείου. Φοιτητές και αρχαιολόγοι από όλο τον κόσμο έχουν συμπεριλάβει ευρήματα από το χώρο αυτό στις διδακτορικές τους διατριβές και σε άρθρα. Τα ευρήματα από τη νεκρόπολη της Σαλαμίνας έχουν αποτελέσει το κύριο θέμα σεμιναρίων σε πολλά διεθνή πανεπιστήμια.

Το καλοκαίρι του 1974 όταν εισέβαλε στην Κύπρο ο Τουρκικός στρατός, κάθε αρχαιολογική έρευνα στο χώρο της Σαλαμίνας διακόπηκε. Τραγική συνέπεια της εισβολής υπήρξε η λεηλασία του υποστατικού ανασκαφής του Τμήματος Αρχαιοτήτων όπου φυλάγονταν έγγραφα και αρχαιολογικό υλικό. Η Γαλλική αρχαιολογική αποστολή επίσης δεν είχε πρόσβαση στο δικό της υποστατικό ανασκαφής όπου φυλάσσονταν τα έγγραφα, τα σχέδια, οι φωτογραφίες και τα ευρήματα από τις ανασκαφές στη Σαλαμίνα.

Οι παράνομη και καταστροφική δραστηριότητα των κατοχικών δυνάμεων δεν περιορίστηκε με την εισβολή του 1974. Το 1999, το πανεπιστήμιο της Άγκυρας, παραβιάζοντας τις διεθνείς συνθήκες και εισηγήσεις, οργάνωσε αρχαιολογικές έρευνες στη Σαλαμίνα υπό τη διεύθυνση του Καθ. Coskun Özguner. Ο Özguner διεξήγαγε μεγάλης κλίμακας ανασκαφές σε όλη την έκταση του αρχαιολογικού χώρου με τη μορφή δοκιμαστικών τομών. Ο Özguner ήθελε να βρει κάποιο σημείο στο οποίο θα αποκαλύπτονταν αμέσως εντυπωσιακά ευρήματα. Επικεντρώθηκε σε ένα κτίσμα Ρωμαϊκής περιόδου, πιθανόν μια έπαυλη (villa) με λουτρά, η οποία βρίσκεται στα δυτικά του Γυμνασίου.

Το Τμήμα Αρχαιοτήτων έχει καταγγείλει την πιο πάνω παράνομη δραστηριότητα στην UNESCO και έχει πάρει μέτρα για να επικριθεί το πανεπιστήμιο της Άγκυρας.

Γυμνάσιο της Σαλαμίνας

Από το 1952 μέχρι το 1974 το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου διεξήγαγε διεξοδικές αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή που απλώνεται κατά μήκος της ακτής της Σαλαμίνας, στα βόρεια της μεσαιωνικής πόλης της Αμμοχώστου. Οι ανασκαφές αυτές έφεραν στο φως δύο σημαντικά μνημεία της Ρωμαϊκής περιόδου : το Γυμνάσιο και το Θέατρο.

Η παλαίστρα του Γυμνασίου περιβάλλεται από ένα τετράπλευρο προστώο, η στέγη του οποίου στηριζόταν από μονολιθικούς μαρμάρινους κίονες.

Τα λουτρά του Γυμνασίου διατηρούν τοίχους οι οποίοι φτάνουν σε ύψος οκτώ μέτρων και κοσμούνταν με ψηφιδωτά και τοιχογραφίες με σκηνές από την Ελληνική μυθολογία. Πολλές από αυτές τις παραστάσεις σώθηκαν και συντηρήθηκαν επί τόπου.

Στα προστώα του Γυμνασίου βρέθηκε μεγάλος αριθμός μαρμάρινων αγαλμάτων θεών και ηρώων από την Ελληνική μυθολογία. Κάποια από τα αγάλματα παρέμειναν στο χώρο ενώ άλλα μεταφέρθηκαν στο Κυπριακό Μουσείο, Λευκωσία και στο Επαρχιακό Μουσείο Αμμοχώστου (σήμερα κατεχόμενο).

Αντικείμενα από το χώρο

Σήμερα, στο Κυπριακό Μουσείο στη Λευκωσία εκτίθεται ο συντηρημένος ξύλινος θρόνος και ένα κρεβάτι από το δρόμο του Τάφου 79. Τα δύο αυτά αντικείμενα φέρουν πλάκες από ελεφαντόδοντο οι οποίες είναι σκαλισμένες, ενώ υπάρχουν άλλα αντικείμενα από τον ίδιο χώρο που διατηρούν ίχνη από άργυρο.

Νεκρόπολη της Σαλαμίνας

Από το 1957 μέχρι το 1967 το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου, ανέσκαψε διεξοδικά τη νεκρόπολη της Σαλαμίνας η οποία βρίσκεται μεταξύ της πόλης της Σαλαμίνας και της κοντινής Έγκωμης η οποία είναι σημαντική θέση της Ύστερης Έποχής του Χαλκού. Οι τάφοι της νεκρόπολης, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως ‘βασιλικοί’ είναι εξαιρετικής σημασίας τόσο λόγω του μεγέθους και της μνημειακότητας τους, όσο και λόγω της πληθώρας των κτερισμάτων που βρέθηκαν μέσα σε αυτούς.

Οι τάφοι χρονολογούνται κυρίως στους 8ο – 6ο αι. π.Χ. Κατά τους αιώνες αυτούς έχουμε την εμφάνιση σε όλη τη Μεσόγειο, μιας στρατιωτικής αριστοκρατίας τα μέλη της οποίας θάβονταν με πομπές και πολλά κτερίσματα.

Στα δυτικά της νεκρόπολης της Σαλαμίνας, το Τμήμα Αρχαιοτήτων ανακάλυψε το κενοτάφιο του τελευταίου βασιλιά της Σαλαμίνας, Νικοκρέοντα, και των μελών της οικογένειάς του, οι οποίοι πέθαναν το 311 π.Χ. σύμφωνα με τον ιστορικό Διόδωρο.

Πηγές

  • http://www.mcw.gov.cy/
  • https://el.wikipedia.org/wiki/Σαλαμίνα_Κύπρος
  • Vassos Karageorghis, 1969, Salamis in Cyprus, Homeric, Hellenistic and Roman, London.
  • Βάσος Καραγιώργης, Άννα Μαραγκού, Marguerite Yon, 1999, Ανασκάπτοντας τη Σαλαμίνα της Κύπρου: 1952-1974,Ιδρυμα Α.Γ. Λεβέντη, Λευκωσία.
  • Vassos Karageorghis,1967, 1970, 1973 and 1978, Excavations in the Necropolis of Salamis, I-IV. Nicosia.