3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Καρταμόννω |etymologia= από το «κάρδαμο», δυναμωτικό και υγιεινό φυτό |simasiologia= ανα...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Καρταμόννω | |acronym= Καρταμόννω | ||
| | |etymology_gr= από το «κάρδαμο», δυναμωτικό και υγιεινό φυτό | ||
| | |semantics_gr= αναρρώνω, παίρνω πάνω μου, δυναμώνω μετά από ασθένεια | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits