3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κώλος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο πρωκτός, επίσης και το ανδρικό μόριο, το πέος (σε μερ...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Κώλος (ο) | |acronym=Κώλος (ο) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= ο πρωκτός, επίσης και το ανδρικό μόριο, το πέος (σε μερικές περιπτώσεις) | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits