3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Σούρτουλος (ο) | |acronym=Σούρτουλος (ο) | ||
| | |etymology_gr=από το λατινικό «surdus» = δύσφωνος | ||
| | |semantics_gr= ο τραυλός, αυτός που μιλά βιαστικά και χάνει (μασά) τα λόγια του (για παράδειγμα από εγκεφαλικό ή από ασθένεια της γλώσσας) | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits