3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ψητικόν (το) |etymologia= |simasiologia= αλοιφή ή φυτό ή κάτι άλλο, το οποίο «ψήνει» το απόσ...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Ψητικόν (το) | |acronym=Ψητικόν (το) | ||
| | |etymology_gr= | ||
| | |semantics_gr= αλοιφή ή φυτό ή κάτι άλλο, το οποίο «ψήνει» το απόστημα δηλ. το κάνει να ωριμάσει και να ανοίξει, να ελευθερωθεί το πύο | ||
| | |priority_gr= | ||
}} | }} | ||
edits