Τσουλίν: Difference between revisions

Jump to navigation Jump to search
no edit summary
(Created page with "{{Word |acronym= το τσουλίν |Meaning= 1) το κουρέλι, 2) παρτίδα παιχνιδιού, τσουλιάζω= κερδίζω μιαν παρτίδα ...")
 
No edit summary
Line 5: Line 5:
   |Sources="Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου  
   |Sources="Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου  
}}
}}
__TOC__
==Ετυμολογία==
από το τούρκικο cul.
==Σημασιολογία==
1) το κουρέλι, 2) παρτίδα παιχνιδιού, τσουλιάζω= κερδίζω μιαν παρτίδα παιχνιδιού και βάζω στην κεφαλή του ηττημένου την παλάμη του χεριού η ένα κομμάτι ρούχου.
==Παραδείγματα==
==Μέρος του Λόγου==
Ουσιαστικό, γένους ουδέτερου
==Συγγενικές Λέξεις==
==Συνώνυμα==


[[category:Word]]
[[category:Word]]

Navigation menu