3,467
edits
m (Greeklish variables name replaced) |
|||
| (4 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{Λέξη | ||
|acronym= η | |acronym= Αβκολιά (η) | ||
| | |etymology= Από το αρχαίο εκβολή (=στόμιο του ποταμού) | ||
| | |semantics= Χαντάκι στα χωράφια για απορρόφηση του περίσσιου νερού της βροχής | ||
|origin=Αρχαία ελληνικά | |||
}} | }} | ||
| Line 9: | Line 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
Από το αρχαίο εκβολή (στόμιο ποταμού). | |||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
| Line 20: | Line 20: | ||
==Συγγενικές Λέξεις== | ==Συγγενικές Λέξεις== | ||
* | *Αβκολιάζω | ||
==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== | ||
==Πηγές== | |||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | |||
edits