372
edits
No edit summary |
No edit summary |
||
Line 10: | Line 10: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
Απίδι | Απίδι : Από το ελληνιστικό ἀπίδιον, υποκοριστικό του ἄπιον | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
Απίδι | Απίδι : ο καρπός της [[Απιδιά | απιδιάς]], ή κοινώς: αχλάδι | ||
edits