3,467
edits
m (Greeklish variables name replaced) |
|||
(2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Αβάττα (η) | |acronym= Αβάττα (η) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= Φαγοπότι σε βάρος άλλου | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Line 17: | Line 17: | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
Δεν αγοράζει | Δεν αγοράζει ποτέ τσιγάρα αλλά πάντα καπνίζει η "αβάττα". | ||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== | ||
Line 27: | Line 27: | ||
==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== | ||
==Πηγές== | |||
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | *http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | ||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου | *"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου |
edits