372
edits
Constantina (talk | contribs) No edit summary |
No edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ | {{Λέξη | ||
|acronym= Φάουσα η | |acronym= Φάουσα (η) | ||
| | |etymologia= | ||
| | |simasiologia= Καρκίνος, η ασθένεια | ||
|proelefsi=Από το αρχαίο φάγουσα | |||
}} | }} | ||
Line 9: | Line 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
Από το αρχαίο φάγουσα | |||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
Ο καρκίνος,ασθένεια/ χρησιμοποείται και ως κατάρα | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
Line 18: | Line 18: | ||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== | ||
Ουσιαστικό, γένους | Ουσιαστικό, γένους θηλυκού | ||
==Συγγενικές Λέξεις== | ==Συγγενικές Λέξεις== | ||
Φαουσιάζω (καταβροχθίζω με λαιμαργία), το φαούσιασμαν, ο φαουσιάρης | |||
==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== | ||
==Πηγές== | |||
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α | |||
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου |
edits