Ασταύρωτη: Difference between revisions

Jump to navigation Jump to search
m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Ασταύρωτη (η) |etymologia= |simasiologia= λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(2 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Ασταύρωτη (η)
   |acronym= Ασταύρωτη (η)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα  που δεν είδε ακόμα περίοδο.  
   |semantics= λεχώνα που δεν «σταυρώθηκε» τρεις μέρες μετά τον τοκετό όπως συνήθιζαν (δες «σταύρωμα»). Και γυναίκα  που δεν είδε ακόμα περίοδο.  
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Line 29: Line 29:
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*http://wikipriaka.com/gr/view/1/Α
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
*"Ετυμολογικό λεξικό της ομιλουμένης κυπριακής διαλέκτου", Κυριάκου Χατζιωάννου
*"Κυπριακές Ιατρικές Λέξεις", 2017, Μάριος Κυριαζής, Επιμέλεια Γιώργος Γεωργίου, Εκδόσεις Επιφανίου, Κύπρος (ISBN13: 9789963271337).


[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]
[[Κατηγορία: Κυπριακή Διάλεκτος]]
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]
[[Κατηγορία: Ιατρικές Κυπριακές Λέξεις]]
3,467

edits

Navigation menu