Αφφαλοκόβκω: Difference between revisions

Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αφφαλοκόβκω |etymologia= |simasiologia= κόβω τον ομφάλιο λώρο στη διάρκεια της γέννας |pr...'
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Αφφαλοκόβκω |etymologia= |simasiologia= κόβω τον ομφάλιο λώρο στη διάρκεια της γέννας |pr...')
(No difference)