Δκιασιέλισμαν: Difference between revisions

Jump to navigation Jump to search
m
Greeklish variables name replaced
No edit summary
m (Greeklish variables name replaced)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Δκιασιέλισμαν (το)
   |acronym= Δκιασιέλισμαν (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχει τα έμμηνά της ([[Άτσαλη]]) δρασκελίσει ένα μωρό, και επιφέρει χρόνια αρρώστια του μωρού
   |semantics= όταν γυναίκα (ή άλλο θηλυκό ζώο) η οποία έχει τα έμμηνά της ([[Άτσαλη]]) δρασκελίσει ένα μωρό, και επιφέρει χρόνια αρρώστια του μωρού
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


3,467

edits

Navigation menu