3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Δρέφει |etymologia=*από το «θρεπτικός» (Διοσκορίδης) *από το «τρέφω» ([...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(3 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym= Δρέφει | |acronym= Δρέφει | ||
| | |etymology=από το «θρεπτικός» ([[Διοσκορίδης]]) , από το «τρέφω» ([[Κ.Γ. Γιαγκουλλής ]]) | ||
|semantics= επουλώνει (το τραύμα), βγάζει νέο δέρμα η πληγή | |||
| | |origin= | ||
| | |||
}} | }} | ||
Line 10: | Line 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
*από το «θρεπτικός» ([[Διοσκορίδης]]) | |||
*από το «τρέφω» ([[Κ.Γ. Γιαγκουλλής ]]) | |||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== |
edits