3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Κάπνισμα (το) |etymologia= |simasiologia= το κάψιμο κάποιας ύλης για θεραπεία |proelefsi= }} __TOC...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
(2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Κάπνισμα (το) | |acronym=Κάπνισμα (το) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= το κάψιμο κάποιας ύλης για θεραπεία | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
Line 15: | Line 15: | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
«Εδάκκασεν σε ο κάμηλος, καπνίστου το μαλλίν του» δηλ. η επαφή με τον καπνό καιόμενης τρίχας ζώου θεραπεύει δάγκωμα από εκείνο το ζώο. Κατά το «ο τρώσας, ιάσεται» ([[Ν. Κυριαζής]]). | «Εδάκκασεν σε ο κάμηλος, καπνίστου το μαλλίν του» δηλ. η επαφή με τον καπνό καιόμενης τρίχας ζώου θεραπεύει δάγκωμα από εκείνο το ζώο. Κατά το «ο τρώσας, ιάσεται» ([[Νίκος Κυριαζής|Ν. Κυριαζής]]). | ||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== |
edits