Πάνιασμα: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πάνιασμα (το) |etymologia= |simasiologia= το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα |proel...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(2 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym=Πάνιασμα (το)
   |acronym=Πάνιασμα (το)
   |etymologia=
   |etymology=
   |simasiologia= το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα
   |semantics= το μαλάκωμα των ποδιών από το πολύ περπάτημα
   |proelefsi=
   |origin=
}}
}}


Line 21: Line 21:


==Συγγενικές Λέξεις==
==Συγγενικές Λέξεις==
Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες  
Παννιάζω = μαλακώνω, αδυνατίζω, ακόμα και βγάζω παννάδες (φακίδες).
 
==Συνώνυμα==
==Συνώνυμα==


3,467

edits