3,467
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ττακουρημένος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο ανισόρροπος, τρελλός, αυτός που ττακουρήθη...') |
m (Greeklish variables name replaced) |
||
| (2 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
| Line 1: | Line 1: | ||
{{Λέξη | {{Λέξη | ||
|acronym=Ττακουρημένος (ο) | |acronym=Ττακουρημένος (ο) | ||
| | |etymology= | ||
| | |semantics= ο ανισόρροπος, τρελλός, αυτός που ττακουρήθηκε από κακά πνεύματα | ||
| | |origin= | ||
}} | }} | ||
| Line 12: | Line 12: | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
ο ανισόρροπος, τρελλός, αυτός που ττακουρήθηκε από κακά πνεύματα | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
edits