Πορίβκω: Difference between revisions

Jump to navigation Jump to search
no edit summary
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πορίβκω |etymologia= |simasiologia= αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...')
 
No edit summary
Line 9: Line 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
 


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
Line 15: Line 15:


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
«Εν πορίβκει ακόμα», φρ. = δεν έφθασε σε ηλικία να εξάγει σπέρμα, είναι ακόμα παιδί. Και «πορίμματα, τα» = το χυμένο σπέρμα.
*«Εν πορίβκει ακόμα», φρ. = δεν έφθασε σε ηλικία να εξάγει σπέρμα, είναι ακόμα παιδί
*«πορίμματα, τα» = το χυμένο σπέρμα.


==Μέρος του Λόγου==
==Μέρος του Λόγου==
1,384

edits

Navigation menu