1,384
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Πορίβκω |etymologia= |simasiologia= αποσπερματώ, εκχύω σπέρμα |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία==...') |
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
||
Line 9: | Line 9: | ||
==Ετυμολογία== | ==Ετυμολογία== | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
Line 15: | Line 15: | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
«Εν πορίβκει ακόμα», φρ. = δεν έφθασε σε ηλικία να εξάγει σπέρμα, είναι ακόμα παιδί | *«Εν πορίβκει ακόμα», φρ. = δεν έφθασε σε ηλικία να εξάγει σπέρμα, είναι ακόμα παιδί | ||
*«πορίμματα, τα» = το χυμένο σπέρμα. | |||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== |
edits