1,384
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σκουλούτζ̌ιν(το) |etymologia= |simasiologia= το σκουλίκι |proelefsi= }} __TOC__ ==Ετυμολογία== ==Ση...') |
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
||
Line 15: | Line 15: | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== | ||
«Έχω το σκουλούτζ̌ιν», φρ. = έχω μια έντονη τάση προς δημιουργικότητα, κάτι με τρώει και προσπαθώ να δημιουργήσω ή να καταφέρω κάτι | *«Έχω το σκουλούτζ̌ιν», φρ. = έχω μια έντονη τάση προς δημιουργικότητα, κάτι με τρώει και προσπαθώ να δημιουργήσω ή να καταφέρω κάτι | ||
*Επίσης και το σκωπτικό «σκουλούτζ̌ιν!» για κάποιο ο οποίος τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού χωρίς να παχαίνει. | |||
==Μέρος του Λόγου== | ==Μέρος του Λόγου== |
edits