1,384
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σουννέττιν (το) |etymologia= από το τουρκ. «sunnet» |simasiologia= η περιτομή, η αποκοπή δέρματ...') |
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
||
Line 21: | Line 21: | ||
==Συγγενικές Λέξεις== | ==Συγγενικές Λέξεις== | ||
σουννεττής | σουννεττής (ο) = αυτός που κάνει την περιτομή | ||
==Συνώνυμα== | ==Συνώνυμα== |
edits