1,384
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Στενοκούρκουρος (ο) |etymologia= |simasiologia= = αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολε...') |
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|acronym=Στενοκούρκουρος (ο) | |acronym=Στενοκούρκουρος (ο) | ||
|etymologia= | |etymologia= | ||
|simasiologia | |simasiologia= αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολεύεται να καταπίνει) | ||
|proelefsi= | |proelefsi= | ||
}} | }} | ||
Line 12: | Line 12: | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
αυτός που έχει στενό λάρυγγα (και δυσκολεύεται να καταπίνει) | |||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== |
edits