Δρέφει: Difference between revisions

m
Greeklish variables name replaced
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym= Δρέφει |etymologia=*από το «θρεπτικός» (Διοσκορίδης) *από το «τρέφω» ([...')
 
m (Greeklish variables name replaced)
 
(3 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 1: Line 1:
{{Λέξη
{{Λέξη
   |acronym= Δρέφει
   |acronym= Δρέφει
   |etymologia=*από το «θρεπτικός» ([[Διοσκορίδης]])
   |etymology=από το «θρεπτικός» ([[Διοσκορίδης]]) , από το «τρέφω» ([[Κ.Γ. Γιαγκουλλής ]])
                      *από το «τρέφω» ([[Κ.Γ. Γιαγκουλλής ]])
   |semantics= επουλώνει (το τραύμα), βγάζει νέο δέρμα η πληγή
   |simasiologia= επουλώνει (το τραύμα), βγάζει νέο δέρμα η πληγή
   |origin=
   |proelefsi=
}}
}}


Line 10: Line 9:


==Ετυμολογία==
==Ετυμολογία==
 
*από το «θρεπτικός» ([[Διοσκορίδης]])
*από το «τρέφω» ([[Κ.Γ. Γιαγκουλλής ]])


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
3,467

edits