Ψητικόν: Difference between revisions

Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ψητικόν (το) |etymologia= |simasiologia= αλοιφή ή φυτό ή κάτι άλλο, το οποίο «ψήνει» το απόσ...'
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Ψητικόν (το) |etymologia= |simasiologia= αλοιφή ή φυτό ή κάτι άλλο, το οποίο «ψήνει» το απόσ...')
(No difference)
1,384

edits