Σάψαλος: Difference between revisions

Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σάψαλος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σ...'
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σάψαλος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σ...')
(No difference)
1,384

edits