1,384
edits
Eleni Krekou (talk | contribs) (Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σάψαλος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σ...') |
Eleni Krekou (talk | contribs) No edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|acronym=Σάψαλος (ο) | |acronym=Σάψαλος (ο) | ||
|etymologia= | |etymologia= | ||
|simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος | |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος και o «φλύαρος» | ||
|proelefsi= | |proelefsi= | ||
}} | }} | ||
Line 12: | Line 12: | ||
==Σημασιολογία== | ==Σημασιολογία== | ||
ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος | ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος και o «φλύαρος» | ||
==Παραδείγματα== | ==Παραδείγματα== |
edits