Σάψαλος: Difference between revisions

no edit summary
(Νέα σελίδα με '{{Λέξη |acronym=Σάψαλος (ο) |etymologia= |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σ...')
 
No edit summary
Line 2: Line 2:
   |acronym=Σάψαλος (ο)
   |acronym=Σάψαλος (ο)
   |etymologia=
   |etymologia=
   |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σημαίνει και «φλύαρος»
   |simasiologia= ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος και o «φλύαρος»
   |proelefsi=
   |proelefsi=
}}
}}
Line 12: Line 12:


==Σημασιολογία==
==Σημασιολογία==
ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος. Σημαίνει και «φλύαρος»
ο υπέργηρος, ηλικιωμένος που είναι πολύ αδύναμος και o «φλύαρος»


==Παραδείγματα==
==Παραδείγματα==
1,384

edits